- μάρσιππος
- μάρσιπποςbagmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρσίπποις — μάρσιππος bag masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίππου — μάρσιππος bag masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίππους — μάρσιππος bag masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίππων — μάρσιππος bag masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρσίππῳ — μάρσιππος bag masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρσιπποι — μάρσιππος bag masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρσιππον — μάρσιππος bag masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρσιπος — ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος) σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα νεοελλ. 1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους 2. βαλίτσα αρχ. 1. κατάπλασμα 2. κρησάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η… … Dictionary of Greek
φάγυλοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαστοί, μάρσιπποι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + επίθημα υλος (πρβλ. δάκτ υλος, σφόνδ υλος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους μαστούς, πιθ. λόγω τού ότι από αυτούς τρέφονται τα … Dictionary of Greek
ՊԱՅՈՒՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0595 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 14c գ. μάρσιππος, μαρσιππείον marsupinum, crumena, saccus. Պարկ. քսակ. մախաղ. քէսէ. ... *Իցէ՞ թէ արդարասցի կաշառովք (պիտի ըստ յն. կշռովք) անօրէնն, եւ պայուսակաւ կշռոց նենգութեան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)